Διατροφή και δημοκρατία .

Διατροφή και δημοκρατία Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

Στις βιομηχανικές χώρες μόνο το 2% του πληθυσμού είναι γεωργοί. Αρα το 98% ουδόλως ασχολείται εάν οι εναπομείναντες αγρότες οδηγούνται στην εξόντωση, όπως και τα μικρά αγροκτήματα, εάν οι μονοκαλλιέργειες καταστρέφουν την ποικιλία καλλιεργειών, εάν η γεωργία μετατρέπεται σε αγορά γενετικά τροποποιημένων σπόρων, ζιζανιοκτόνων και εντομοκτόνων.

Ουδείς ενδιαφέρεται για το τι τρώει, απλώς καταναλώνει, άλλως καταβροχθίζει, την ώρα που οι αγρότες μετατρέπονται από παραγωγοί σε καταναλωτές προϊόντων ιδιοκτησίας πολυεθνικών εταιρειών. Οι αισχροί και χυδαίοι νόμοι του «ελεύθερου» εμπορίου και της «ελεύθερης» αγοράς αφανίζουν τους μικροϊδιοκτήτες, την ποικιλία των τροφών, την ίδια τη γεύση, την υγεία της Γης (ζωής).

Επιπροσθέτως η χρήση χημικών καταστρέφει ανεπανόρθωτα το χώμα, εκεί όπου ζουν αμέτρητοι μικροοργανισμοί απαραίτητοι για την ανανέωσή του. Πώς όμως να το ανανεώσουν όταν οι οργανικές ουσίες του, που τους τρέφουν, αφανίζονται; Η βιομηχανοποιημένη γεωργία έχει καταστρέψει την ποικιλία των τροφών, παράγοντας τεράστιες ποσότητες σε ορισμένα μόνο αγαθά, χρησιμοποιώντας αντίστοιχα τεράστια ποσά ορυκτών καυσίμων και νερού και τοξικών χημικών.

Αν γνωρίζαμε τι τρώμε, απλώς δεν θα τρώγαμε. Η κυνική απάντηση, ότι δεν μπορεί πλέον, με τις κλασικές καλλιέργειες, να τραφεί ο πληθυσμός της Γης, είναι απλώς κυνική. Διότι οι μονοκαλλιέργειες αφάνισαν τη γεωργία και οδήγησαν εκατομμύρια ανθρώπους στην πείνα και την εξαθλίωση.

Τα ίδια ακριβώς συμβαίνουν και με τις παραδοσιακές κοινότητες των ψαράδων, που ζητούν να απαγορευτούν οι μηχανότρατες για να προστατευτεί η ζωή της θάλασσας, αλλά και η δική τους. Ανάγκη πάσα η επιστροφή σε κοινοτιστικές μορφές καλλιέργειας, αλλά και στη συνεργασία αγροτών - καταναλωτών. Σε μια εποχή κατά την οποία μια χούφτα πολυεθνικές ελέγχουν την παγκόσμια αγορά τροφίμων και τη μεταλλάσσουν (!) για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη και την εξουσία τους, οφείλουν ν' αντιδράσουν μαζί μικροπαραγωγοί και καταναλωτές.

«Η διατροφική δημοκρατία είναι επιτακτική σ' αυτή την εποχή της διατροφικής δικτατορίας», σημειώνει η Βαντάνα Σίβα στο θαυμάσιο βιβλίο της «Η αρπαγή της σοδειάς», εκδόσεις «Εξάρχεια». Και αμέσως μετά: «Η διατροφική δημοκρατία χτίζεται μέσω μιας νέας συνεργασίας μεταξύ των κινημάτων για περιβαλλοντική δημοκρατία και των κινημάτων για βιώσιμη γεωργία, των αγροτικών και των καταναλωτικών κινημάτων, καθώς και των νέων κινημάτων των επιστημόνων που αγωνίζονται για το κοινό καλό».

Δεν ξέρω πόσοι επιστήμονες αγωνίζονται για το κοινό καλό, δεν πολυκαταλαβαίνω τι σημαίνει «περιβαλλοντική δημοκρατία» (Δημοκρατία είναι μία, ούτε άμεση ούτε έμμεση ούτε περιβαλλοντική ούτε...), παρ' όλα αυτά, τα λόγια της ακτιβίστριας συγγραφέως είναι μια πρό(σ)κληση στην αδιαφορία της κοινωνίας και στη λαιμαργία της. Η ολιγάρκεια είναι πρόναος της αυτάρκειας και αυτή με τη σειρά της οδηγεί σε δημοκρατική συμπεριφορά. Ή μήπως φοβόμαστε ότι θα πεινάσουν οι πλούσιοι; Προ πάντων αλληλεγγύη μεταξύ όσων αντιστέκονται στη δικτατορία των πολυεθνικών, η πίεση των οποίων προς «την κατεύθυνση των γενετικών τροποποιήσεων εγείρει ζητήματα δημοκρατίας σε πολλά επίπεδα», τονίζει η Σίβα.

Προέχει, όμως, η αλληλεγγύη μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών. Κινήματα καταναλωτών στις «ανεπτυγμένες» χώρες και κινήματα αγροτών στις «φτωχές». Η βιοποικιλότητα είναι η Δημοκρατία της Γης, η γνώση της διατροφής οδηγεί στη Δημοκρατία. Η γνώση αυτή είναι σήμερα μία από τις πλέον επαναστατικές πράξεις.

Προστασία της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα: από τους εθνικούς Δρυμούς, στο Δίκτυο Natura 2000

Προστασία της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα:
από τους εθνικούς Δρυμούς, στο Δίκτυο Natura 2000
Θεοδότα Νάντσου Υπεύθυνη Πολιτικής, WWF Ελλάς

H προστασία της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μια αποκλειστική και ασθμαίνουσα προσκόλληση στις εθνικές δεσμεύσεις που απορρέουν από την αντίστοιχη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τους οικοτόπους και τα είδη. Ούτως ή άλλως, γενικότερα η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα περιορίζεται στην τυπική ερμηνεία και στόχευση για κατ’ ελάχιστο εφαρμογή της σχετικής δεσμευτικής νομοθεσίας της ΕΕ, με την εξαίρεση ίσως των τομέων δασοπροστασίας και χωροταξίας που δεν ρυθμίζονται σαφώς από αντίστοιχο Κοινοτικό δίκαιο. Ακόμα όμως και υπό την «απειλή» κυρώσεων, η ελληνική πολιτική που αφορά στη βιοποικιλότητα και στους βιοτόπους υπολείπεται σοβαρά από την έστω και σε μικρό ποσοστό επίτευξη των στόχων της αντίστοιχης νομοθεσίας της ΕΕ.
Με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, φάνηκαν τα πρώτα σημάδια «ανεπάρκειας» και ανάγκης εκσυγχρονισμού του συστήματος προστασίας της βιοποικιλότητας, το οποίο μέχρι τότε είχε περιοριστεί στην προστασία των κηρυγμένων εθνικών δρυμών. Πορεία που λογικά θα έπρεπε να κινηθεί παράλληλα με την προσαρμογή της χώρας στις νέες αναπτυξιακές και οικονομικές πολιτικές, ώστε να αξιοποιήσει έγκαιρα τις ευκαιρίες για διαμόρφωση μιας σύγχρονης στρατηγικής για τους βιοτόπους και τα είδη και να επιτύχει την εναρμόνισή της με τους άλλους τομείς της οικονομίας. Στην πράξη όμως, η πρώτη αυτή προσπάθεια της Ελλάδας προς τον εξευρωπαϊσμό είχε ως αποτέλεσμα μια γενικευμένη αδράνεια στον τομέα της προστασίας της βιοποικιλότητας. Τότε άρχισε και η αργή αλλά σαφώς φθίνουσα πορεία της δασικής υπηρεσίας που με δυσκολία πλέον ανταποκρινόταν στις διαχειριστικές ανάγκες των Εθνικών Δρυμών, ενώ η όποια πρόοδος στον τομέα της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος περιορίστηκε κατά την περίοδο εκείνη σε συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως η υπογραφή Προεδρικού Διατάγματος με γενικόλογη κατεύθυνση την προστασία ενός μεγάλου (αλλά αντιπροσωπευτικού της ελληνικής βιοποικιλότητας) καταλόγου ειδών χλωρίδας και πανίδας και η ψήφιση του περίφημου νόμου 1650/1986. Όμως, για σχεδόν μια δεκαπενταετία ο νόμος-πλαίσιο για το περιβάλλον παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ανενεργός, καθώς οι διατάξεις για τα εθνικά πάρκα ξεκίνησαν επί της ουσίας, αλλά δειλά, να τίθενται σε εφαρμογή μόλις το 2000 (με την ίδρυση του ΦΔ Εθνικού Πάρκου Ζακύνθου). Στη συνέχεια, το 2002, ιδρύθηκαν 27 Φορείς Διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών, τα λεγόμενα «27 Εθνικά Πάρκα», οι οποίοι καλύπτουν το 25% του αριθμού των περιοχών Natura και το 30% της έκτασης του δικτύου στην Ελλάδα.
Από το 2003, δυστυχώς δεν κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Το θεσμικό υπόβαθρο των 27 εθνικών πάρκων εξακολουθεί να είναι εκκρεμές, η φύλαξή τους τουλάχιστον ανεπαρκής, η χρηματοδότηση σχεδόν απόλυτα εξαρτημένη από την ΕΕ, η ρύθμιση ανθρώπινων δραστηριοτήτων ομιχλώδης και η υποβάθμιση των περισσότερων περιοχών Natura συνεχής και ασταμάτητη. Ουσιαστικά, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις στην Ελλάδα λειτουργούν ως βασικοί εγχώριοι μοχλοί πίεσης για την προστασία των οικολογικά σημαντικών περιοχών, των απειλούμενων ειδών και εν γένει του βιολογικού πλούτου της χώρας. Κρίσιμος παράγοντας για κάθε πρόοδο στον τομέα των προστατευόμενων περιοχών είναι το «καρότο και μαστίγιο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία παρέχει μεν γενναίες χρηματοδοτήσεις για το φυσικό περιβάλλον, αλλά δεν διστάζει να κινήσει διαδικασίες παραπομπής στο ΔΕΚ σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης.